Ο αγωνιστικός ρουχισμός κάθε ομάδας αποτελεί βασικό στοιχείο της ταυτότητάς της. Είναι σημείο αναφοράς για τους φιλάθλους, φορέας ιστορίας και συναισθήματος και, όχι σπάνια, αντικείμενο αισθητικής αξίας που ξεπερνά τα στενά όρια του γηπέδου. Παράλληλα, όμως, συνιστά και έναν ιδιαίτερα ανταγωνιστικό επιχειρηματικό κλάδο, καθώς η απόκτηση δικαιωμάτων συνεργασίας με ποδοσφαιρικούς συλλόγους βρίσκεται στο επίκεντρο έντονου ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών αθλητικού ρουχισμού.
Το πλαίσιο αυτών των συνεργασιών δεν είναι πάντα ξεκάθαρο. Σε ορισμένες περιπτώσεις πρόκειται για καθαρά χορηγικές συμφωνίες με εμπορική διάσταση, όπου οι εταιρείες ρουχισμού καταβάλλουν οικονομικό αντάλλαγμα και παρέχουν εξοπλισμό σε είδος για να συνδεθούν με έναν σύλλογο. Σε άλλες, η σχέση περιορίζεται σε απλή προμήθεια υλικού, με τις ομάδες να αγοράζουν τον εξοπλισμό τους, συνήθως με κάποια εμπορική έκπτωση, χωρίς ουσιαστικό χορηγικό όφελος.
Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια καταγραφή των εταιρειών ρουχισμού που συνεργάζονται με τις ομάδες της Super League 1 και της Super League 2, δηλαδή των δύο κορυφαίων επαγγελματικών κατηγοριών του ελληνικού ποδοσφαίρου, με στόχο να αποτυπωθεί η εικόνα της αγοράς σε επίπεδο παρουσίας και κατανομής συνεργασιών.
Στη Super League 1 δραστηριοποιούνται συνολικά εννέα εταιρείες – ADIDAS, ADMIRAL, CAPELLI, ERIMA, ERREA, KAPPA, MACRON, NIKE και PUMA – συνδυάζοντας παγκόσμια brands αθλητικού εξοπλισμού με ευρωπαϊκές εταιρείες που έχουν ισχυρή και διαχρονική παρουσία στο ποδόσφαιρο. Η adidas ξεχωρίζει σε επίπεδο κορυφής, έχοντας συνεργασία με δύο από τους συλλόγους του λεγόμενου big-4, τους «αιώνιους» του ελληνικού ποδοσφαίρου, Παναθηναϊκό & Ολυμπιακό. Η ΑΕΚ ακολουθεί διαφορετική στρατηγική, συνεργαζόμενη με τη Nike, ενώ ο ΠΑΟΚ έχει επιλέξει εδώ και αρκετά χρόνια τη Macron.

Ιδιαίτερα ισχυρή είναι η παρουσία της Erreà, η οποία μαζί με τη Macron μοιράζονται την κορυφή στη Super League 1, με τρεις ομάδες η καθεμία στο χαρτοφυλάκιό της. Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι, πέρα από τα παγκόσμια ονόματα, οι εξειδικευμένοι ευρωπαϊκοί κατασκευαστές μπορούν να διεκδικούν μερίδιο σε επίπεδο ανώτατης κατηγορίας, προσαρμοζόμενοι καλύτερα στις ανάγκες και τις οικονομικές δυνατότητες των συλλόγων.
Στη Super League 2, το τοπίο παραμένει σε μεγάλο βαθμό παρόμοιο, με σχεδόν τις ίδιες εταιρείες να δίνουν το «παρών». Η βασική διαφοροποίηση εντοπίζεται στην απουσία της Puma και την είσοδο της Givova. Εδώ, η Macron κυριαρχεί ξεκάθαρα, με έξι ομάδες, ενώ στη δεύτερη θέση ακολουθεί η Erima με τρεις συνεργασίες, επιβεβαιώνοντας ότι η δεύτερη κατηγορία λειτουργεί ως χώρος όγκου και σταθερής παρουσίας για τα brands.

Πέρα από τον αριθμό των συνεργασιών, η Super League 1 προσφέρει ποιοτικά διαφορετική προβολή για τις εταιρείες ρουχισμού. Η συχνότητα τηλεοπτικών μεταδόσεων, η παρουσία σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις και η ψηφιακή αναπαραγωγή περιεχομένου πολλαπλασιάζουν την αξία της φανέλας, μετατρέποντάς την από απλό αγωνιστικό εξοπλισμό σε μέσο διαρκούς προβολής. Αντίθετα, στη Super League 2, η προβολή είναι περιορισμένη και συχνά αποσπασματική, γεγονός που επηρεάζει άμεσα τη μορφή και το βάθος των συμφωνιών.
Η κυριαρχία εταιρειών όπως η Macron, η Erreà και η Erima δεν είναι τυχαία. Πρόκειται για brands με ευέλικτο επιχειρηματικό μοντέλο, ικανά να προσαρμόζονται στις ανάγκες και τους προϋπολογισμούς των ελληνικών συλλόγων, προσφέροντας εξατομικευμένες λύσεις, ταχύτητα παραγωγής και χαμηλότερο κόστος εισόδου σε σχέση με τους παγκόσμιους κολοσσούς του χώρου.
Συνολικά, η κατανομή των συνεργασιών ομάδων με εταιρείες ρουχισμού στις δύο κατηγορίες διαμορφώνεται ως εξής:

Σημειώνεται ότι στην καταγραφή δεν περιλαμβάνονται οι ομάδες Β της Super League 2 (ΠΑΟΚ Β, Ολυμπιακός Β, Αστέρας AKTOR Β), καθώς χρησιμοποιούν τον ίδιο προμηθευτή ρουχισμού με τις αντίστοιχες πρώτες ομάδες.
Η συνολική εικόνα αναδεικνύει μια αγορά όπου η κατηγορία, το μέγεθος και η εμπορική ισχύς κάθε συλλόγου καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη φύση και την αξία της συνεργασίας με τις εταιρείες ρουχισμού. Σε κάθε περίπτωση, η φανέλα στο ελληνικό ποδόσφαιρο παραμένει ένα υβριδικό προϊόν, στο μεταίχμιο μεταξύ εμπορικής συνεργασίας και λειτουργικής ανάγκης. Η κατηγορία, το μέγεθος του συλλόγου και η προβολή που μπορεί να εγγυηθεί είναι οι παράγοντες που τελικά καθορίζουν αν ο προμηθευτής ρουχισμού αποτελεί στρατηγικό εταίρο ή απλώς έναν αξιόπιστο προμηθευτή εξοπλισμού.




